100 Χρόνια Ελεύθερη Θράκη

1920-2020


Το 2020 είχαμε την μεγάλη τιμή να γιορτάσουμε τα 100 χρόνια της ενσωμάτωσης της τώρα Θράκης στον Ελλαδικό χώρο. Με αυτή την ευκαιρία οργανώθηκαν οι σύλλογοι για να τιμήσουμε την Θράκη.


Δυστυχώς η πανδεμία τότε δεν μας επέτρεψε να γιορτάσουμε αυτή την τόσο σημαντική χρονιά όπως θα θέλαμε και έτσι μας έμεινε μόνο η δυνατότητα να το κάνουμε άπο απόσταση.

Παρουσίαση του λογότυπου για τα 100 Χρόνια Ελεύθερη Θράκη

 Άρθρο εποχής της εφημερίδας  «Η Καθημερινή»

Η ιστορία της Θράκης μέχρι της ημέρα της απελευθέρωσης της


Η Θράκη έχει μια περιπετειώδη ιστορία που περιλαμβάνει την απελευθέρωσή της από Τούρκους και Βούλγαρους, καθώς και μια άγνωστη περίοδο όπου ήταν διασυμμαχικό κράτος με επίσημη γλώσσα τα Γαλλικά. Μετά την υποδούλωσή της από τους Οθωμανούς, το Διδυμότειχο έγινε η πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά σύντομα αντικαταστάθηκε από την Ανδριανούπολη (Edirne).

Το Δεδέαγατς, που είναι η σημερινή Αλεξανδρούπολη, αναπτύχθηκε σιγά σιγά σε μια πόλη εμπορίου και προξενείων, καθώς απέκτησε σιδηρόδρομο και συνδέθηκε με την Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Μετά τον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο, η πόλη πέρασε στην Ρωσία με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία ευνόησε τη Βουλγαρία. Η νέα Μεγάλη Βουλγαρία περιελάμβανε μια μεγάλη περιοχή, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων της Ανατολικής Θράκης και της Μακεδονίας, αλλά δεν προέβλεπε τίποτα για τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής. Αυτό οδήγησε σε βίαιο και υποχρεωτικό εκβουλγαρισμό της περιοχής με στόχο τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού από την περιοχή.Οι Ρώσοι ανέλαβαν τον έλεγχο της Αλεξανδρούπολης και άρχισαν να την ανακαινίζουν και να την αναπτύσσουν. Δημιούργησαν ένα σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο και κτίρια, και η πόλη απέκτησε τον γνωστό φάρο της. Η συνθήκη αυτή θεωρήθηκε έργο του Πανσλαβιστικού Κομιτάτου, του οποίου ο Ρώσος πρέσβης Νικόλαος Ιγνάτιεφ ήταν επικεφαλής. Ο Ιγνάτιεφ είχε δηλώσει ότι ο πόλεμος δεν ήταν για την υπεράσπιση των Ελλήνων αλλά για τους Βούλγαρους, και παραγνωρίστηκε το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή.

Η προσέγγιση του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ προς την Ελλάδα αντανακλά την επιθυμία της Ρωσίας να διατηρήσει την επιρροή της στα Βαλκάνια και να αποτρέψει την ενδυνάμωση της Ελλάδας που θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τα συμφέροντά της. Επίσης, η αναφορά του Τσάρου στην επιρροή της Ελλάδας στο Ευξείνου Πόντου και στη Μαύρη Θάλασσα είναι σαφής ένδειξη της γεωστρατηγικής σημασίας που έχουν οι περιοχές αυτές για τη Ρωσία.

Η καταγγελία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου από διάφορους πολιτικούς και διπλωμάτες αντικατοπτρίζει τις αντιδράσεις που προκάλεσε η συνθήκη αυτή στη διεθνή κοινότητα. Η συνθήκη αυτή έθετε τις βάσεις για τη δημιουργία της ανεξάρτητης Βουλγαρίας και αναγνώριζε την αυτονομία των Σέρβων και των Μαυροβούνιων, αλλά επίσης επιβάλλονταν αυστριακά συμφέροντα στη Βοσνία και η Τουρκία έχανε πολλά εδάφη. Η καταγγελία αυτή οδήγησε στη σύγκληση του Βερολίνου το 1878.

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπογράφηκε το 1878 και αφορούσε τη διαμόρφωση της νέας επαρχίας της Βουλγαρίας. Ωστόσο, η συνθήκη προκάλεσε διεθνή αντίδραση και οδήγησε στην αναθεώρησή της στο Συνέδριο του Βερολίνου, όπου η Ρωσία δέχθηκε να μην επιβάλλει τις προτάσεις της και τα εδάφη που είχαν αποσπαστεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία επέστρεψαν στους Οθωμανούς. Στο Συνέδριο αναγνωρίστηκε μόνο ένα αυτόνομο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, αντί για μια ανεξάρτητη και ρωσόφιλη "Μεγάλη Βουλγαρία".

Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος ήταν ένας πόλεμος που ξέσπασε το 1912 ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτός ο πόλεμος έφερε προσωρινά στο ίδιο στρατόπεδο την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Αιτία του πολέμου ήταν η πολιτική των νεότουρκων που επιχείρησαν να εκτουρκίσουν τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Νεότουρκοι ζήτησαν βοήθεια από τους Γερμανούς, ενώ ο στρατηγός Κόλμαρ Φον Ντερ Γκολτς συμβούλευσε τους Νεότουρκους να εκκαθαρίσουν τα εδάφη τους από τους άλλους λαούς. Αυτό οδήγησε στην εκδίωξη των Ελλήνων από τα δυτικά παράλια και τη Μικρασία και άνοιξε το δρόμο για το Μικρασιατικό δράμα.

Το 1912 οι χώρες των Βαλκανίων σχημάτισαν μια συμμαχία για να ανατρέψουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να κατακτήσουν εδάφη. Η Ελλάδα, παρά την αδυναμία του στρατού της, μπήκε στον πόλεμο και απελευθέρωσε τη Μακεδονία και ενσωμάτωσε τη Θεσσαλονίκη. Ο πόλεμος διήρκεσε έως τον Μάιο του 1913 και οδήγησε στην εκδίωξη των Οθωμανικών στρατευμάτων από την περιοχή. Ωστόσο, η συμμαχία ήταν ασαφής σχετικά με τις εδαφικές διεκδικήσεις και οδήγησε στην έναρξη νέου πολέμου, του Β Βαλκανικού, λόγω της αδυναμίας των χωρών να συμφωνήσουν στα σύνορα.

Τον Ιούνιο του 1913, η Βουλγαρία επιτέθηκε εναντίον των πρώην συμμάχων της στα Βαλκάνια, αλλά οι επιθέσεις της αποκρούστηκαν και οι στρατοί της Ελλάδας και της Σερβίας εισέβαλαν στο Βουλγαρικό έδαφος. Οι Οθωμανοί προχώρησαν στην Ανατολική Θράκη, ενώ η Ρουμανία προέλασε μέχρι τη Σόφια. Η Βουλγαρία αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε εκεχειρία και να αρχίσει διαπραγματεύσεις ειρήνης στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, Βουκουρέστι. Το αποτέλεσμα ήταν η συνθήκη του Βουκουρεστίου, η οποία έθεσε τέλος στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Η Βουλγαρία απέτυχε να κερδίσει την Μακεδονία και άλλες περιοχές, ενώ οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις και τα σύνορα μεταβλήθηκαν. Παρόλα αυτά, η Δυτική Θράκη παρέμεινε υπό βουλγαρικό ζυγό.

Στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η πόλη που γνωρίζουμε σήμερα ως Αλεξανδρούπολη (τότε γνωστή ως Δεδεαγάτς ή Dedeagatch), βρισκόταν υπό την κατοχή των Βούλγαρων. Κατά την διάρκεια της κατοχής αυτής, πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ενώ το λιμάνι ήταν γεμάτο με τα ερείπια των βυθισμένων πλοίων από τους βομβαρδισμούς.Σύμφωνα με την εφημερίδα "Εφημερίς των Βαλκανίων" στις 12 Νοεμβρίου 1919, περίπου 150 σπίτια είχαν καταστραφεί εντελώς, ενώ άλλα 250 ήταν μερικώς κατεστραμμένα.Η Αλεξανδρούπολη βρισκόταν υπό την Βουλγαρική κατοχή στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλές κατοικίες είχαν καταστραφεί και οι κάτοικοι είχαν εκδιωχθεί από τους Βούλγαρους. Επίσης, το λιμάνι είχε υποστεί ζημιές από τους βομβαρδισμούς και ήταν γεμάτο με τα ερείπια των βυθισμένων πλοίων.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918, η Βουλγαρία υπέγραψε ανακωχή με την Αντάντ και συμφώνησε να αποχωρήσει από τα Σερβικά και Ελληνικά εδάφη που κατείχε. Οι Βρετανοί κατέλαβαν τη Σόφια και η 22η Βρετανική Μεραρχία και η 122η Γαλλική Μεραρχία ανέλαβαν την προκάλυψη από τη θάλασσα μέχρι το Σουφλί, με σκοπό την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε την Αλεξανδρούπολη με την Ανδριανούπολη.

Στις 30 Οκτωβρίου 1918, οι Οθωμανοί υπέγραψαν τη Συνθήκη του Μούδρου στη Λήμνο με τους Συμμάχους. Υπό τους όρους της συνθήκης, οι Τούρκοι αποσύρθηκαν από τα εδάφη που κατείχαν και τα πολεμικά πλοία τους παραδόθηκαν. Η ανακωχή επιβλήθηκε και ο διάπλους των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου ήταν ελεύθερος. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στην Αλεξανδρούπολη και από εκεί μεταφέρθηκαν με ατμοπλοΐκά πλοία στον Βόσπορο. Με αυτήν τη συνθήκη, η Τουρκία διέκοψε κάθε σχέση με τις κεντρικές δυνάμεις και τα στρατεύματα εκτός Τουρκίας παραδόθηκαν στους Συμμάχους.Μετά την ανακωχή και την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, η Δυτική Θράκη παρέμεινε υπό κατοχή. Οι Συμμάχοι σταθμεύσανε ορισμένα στρατεύματα για την εξασφάλιση των συγκοινωνιών και την προστασία της σιδηροδρομικής γραμμής Κουλελί Μπουργάς - Κωνσταντινούπολης, καθώς και για τη διατήρηση της τάξης στις πόλεις και την ύπαιθρο.Οι συμμαχικές δυνάμεις περιλάμβαναν ένα γαλλικό τάγμα, ένα τάγμα Σενεγαλέζων, ένα γαλλικό λόχο και μια βρετανική διμοιρία. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Allier ήταν ο αρχηγός των στρατευμάτων κατοχής, με έδρα αρχικά την Αλεξανδρούπολη και στη συνέχεια την Ξάνθη και την Κομοτηνή.

Το Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι το 1919 ασχολήθηκε με την επίλυση των εδαφικών ζητημάτων μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Συνέδριο περιλάμβανε αντιπροσώπους από 32 κράτη που συμμετείχαν στον πόλεμο. Η κύρια αρχή λήψης αποφάσεων ήταν το "Συμβούλιο των Δέκα", αλλά αργότερα περιορίστηκε σε "Συμβούλιο των Τεσσάρων", που περιλάμβανε τους πρωθυπουργούς της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας και τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.Το Συνέδριο ήταν σημαντικό για την επίλυση των διαμαχών για τη Δυτική Θράκη, καθώς οι ενδιαφερόμενες χώρες διεξήγαγαν έντονες διπλωματικές διαπραγματεύσεις.Στο Συνέδριο της Ειρήνης του Παρισιού το 1919, οι Αμερικανοί υποστήριξαν ανοικτά τη διατήρηση της Δυτικής Θράκης υπό την Βουλγαρία, απορρίπτοντας τον αποκλεισμό της Βουλγαρίας από το Αιγαίο. Πρότειναν να δοθεί στην Ελλάδα μόνο η περιοχή Ξάνθης - Γκιουμουλτζίνας, ενώ η υπόλοιπη βόρεια δυτική Θράκη θα περνούσε στη Βουλγαρία. Το νότιο τμήμα της Δυτικής Θράκης, μαζί με όλη την Ανατολική Θράκη, προοριζόταν για το νεοσύστατο κράτος της Κωνσταντινούπολης, το οποίο θα βρισκόταν υπό την επιτήρηση των Αμερικανών με εντολή της νεοσύστατης Κοινωνίας των Εθνών.

Η αμερικανική στάση αυτή επηρεάστηκε από τη συμπάθεια του προέδρου Wilson προς τη Βουλγαρία, εξαιτίας της επιρροής της συζύγου του και της αδελφής της, η οποία ήταν παντρεμένη με τον βουλγαρικό πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον. Επίσης, επηρέασαν τις αποφάσεις οι ανθελληνικοί κύκλοι του Ροβερτείου Κολεγίου της Κωνσταντινούπολης καθώς και των μεγαλεμπόρων καπνού ανταγωνιστών των ελληνικών συμφερόντων.

Η Γαλλία πρότεινε έναν συμβιβασμό για τη Δυτική Θράκη, που περιλάμβανε τη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους με το όνομα Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη). Αυτό το κράτος θα είχε έναν διάδρομο κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε το λιμάνι με την Αδριανούπολη. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, σχεδόν ένα χρόνο μετά το τέλος του πολέμου και μετά την αποχώρηση του προέδρου Wilson λόγω ασθένειας, η Δυτική Θράκη αφαιρέθηκε από τη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Neuilly sur Seine (14/27.11.1919).Σύμφωνα με το άρθρο 48 της συνθήκης, η Δυτική Θράκη θα βρισκόταν υπό την διοίκηση ενός Γάλλου αρμοστή και θα αποτελούσε ένα είδος διασυμμαχικού κράτους, γνωστού ως Thrace Interalliee, μέχρι να οριστικοποιηθεί η τύχη της περιοχής.Με αυτόν τον τρόπο, η Γαλλία προσπάθησε να βρει έναν συμβιβασμό που θα ικανοποιούσε τις ανταλλαγές εδαφών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, διατηρώντας παράλληλα έναν έλεγχο των συμφερόντων.

Η συνθήκη του Neuilly sur Seine (14/27.11.1919) αποφάσισε την αφαίρεση της Δυτικής Θράκης από τη Βουλγαρία. Πριν από την υπογραφή της συνθήκης, οι σύμμαχοι εξουσιοδότησαν τον Φρανσέ ντ' Εσπερέ, αρχηγό του συμμαχικού στρατού της Ανατολής, να διατάξει την εκκένωση της Δυτικής Θράκης από τους Βούλγαρους. Ένας Γάλλος αξιωματικός, ο Στρατηγός Charpy, διορίστηκε ως αρμοστής και εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή για να αναλάβει τη διοίκηση.

Στις 4 Οκτωβρίου 1919, συμμαχικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ξάνθη με επικεφαλής τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο και αργότερα απελευθέρωσαν ολόκληρη τη Δυτική Θράκη από τους Βούλγαρους. Έτσι, οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν ένα καθεστώς διασυμμαχικής κατοχής και η περιοχή αυτή ονομάστηκε "Διασυμμαχική Θράκη".Η Διασυμμαχική Θράκη ήταν η περιοχή της Δυτικής Θράκης που βρισκόταν υπό διοίκηση των συμμάχων μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσημη γλώσσα ήταν η Γαλλική και η διοίκηση είχε αναλάβει ο Γάλλος Αρχηγός Σαρπύ.

Η απελευθέρωση της Θράκης 


Το 1920, ο Ελληνικός Στρατός ανέλαβε την απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης και της Κομοτηνής, και στις 14 Μαΐου 1920 οι πόλεις αυτές απελευθερώθηκαν επίσημα. 

Ο Ελληνικός Στρατός ανέλαβε τη διοίκηση της Δυτικής Θράκης εξ ονόματος των συμμάχων, αντικαθιστώντας τα Γαλλικά στρατεύματα. 

Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Θράκη προσαρτήθηκε οριστικά στην Ελλάδα.

Την 30η Ιουλίου 1920, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε ένα τηλεγράφημα προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο της Θράκης, ανακοινώνοντας την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης μεταξύ των κυριότερων συμμάχων δυνάμεων και της Τουρκίας.

Με αυτή τη συνθήκη, οι Τούρκοι παρέδωσαν στους Συμμάχους τη Δυτική Θράκη, και έτσι η Θράκη απελευθερώθηκε και προσαρτήθηκε οριστικά στην Ελλάδα. 

Οι Θρακιώτες έμαθαν τα ευχάριστα νέα από το τηλεγράφημα του Βενιζέλου, και έτσι άρχισε μια νέα εποχή για τη Θράκη ως ελληνικό έδαφος.